ἀκάματον

ἀκάματον
ἀκάματος
without sense of toil
masc acc sg
ἀκάματος
without sense of toil
neut nom/voc/acc sg
ἀκάματος
without sense of toil
masc/fem acc sg
ἀκάματος
without sense of toil
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακάματος — (I) η, ο (Α ἀκάματος, ον και ος, άτη, ον) 1. ακαταπόνητος, ακούραστος «ακάματος εργάτης τού καλού» 2. ο ακαμάτευτος* (Ι) αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αποκάμει, ακαταπόνητος, ακούραστος «ἀκάματος χείρ», «ἀκάματον σθένος ἀνδρῶν» (Αισχύλ. Πέρσ. 901) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”